.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Υπερβαίνοντας το νομικισμό που διείπε την πολιτική επιστήμη στα αρχικά της πολιτειολογικά βήματα, είναι γνωστό πως ο συμπεριφορισμός της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου διεύρυνε το πεδίο των προς διερεύνηση επεξηγηματικών παραγόντων. Οι εξελίξεις στην οικονομία, την κοινωνία, τις συλλογικές ταυτότητες, τις αέναες μετεξελίξεις του κοινωνικοπολιτικά σημαίνοντος ιδιωτικού —όλες υπήρξαν διαστάσεις που σταδιακά εντάχτηκαν ως επεξηγηματικοί παράγοντες στο συμπεριφοριστικό εγχείρημα. Όμως το βασικό αντικείμενο της διερεύνησης —η εξαρτημένη μεταβλητή— κατά κανόνα διατήρησε το θεσμικό της περίβλημα. Κύριος στόχος της επεξήγησης (και ερμηνείας) παρέμειναν τεκταινόμενα στο στενό θεσμικό πυρήνα της πολιτικής: κράτος, κοινοβούλια, κόμματα με δυναμικό διακυβέρνησης (governing potential), ομάδες πίεσης στο πλαίσιο διαβουλεύσεων με εργοδότες και κυβερνητικούς φορείς. Η πρακτική αυτή υπέκρυπτε (και υπέθαλπε) δυο κρίσιμες αδυναμίες. Η πρώτη, καθαυτή φαινομενικά παράδοξη, ήταν η υποτίμηση της επενέργειας του πολιτικού με τη μορφή του κοινωνιολογικού αναγωγισμού: ακριβώς, δηλαδή, της τάσης το —πάντοτε θεσμικά εστιασμένο—πολιτικό να αντιμετωπίζεται ως η αέναη εξαρτημένη μεταβλητή. Πίσω από την πομπώδη προβολή της «πολιτικής» κρυβόταν έτσι η προϊούσα απαξίωσή της: Η πολιτική αντανακλούσε αλλά ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) δεν διαμόρφωνε. Στις μέρες μας είμαστε πια σε θέση να γνωρίζουμε πως η στάση αυτή δεν στερούνταν ιδεολογικού (αλλά και ηθικού) προσήμου. Η πολιτική του καλπάζοντος καπιταλισμού των τριμερών συνεργασιών δεν ήταν παρά αντανάκλαση συμβατικών κοινωνικών ισορροπιών που δεν αποσκοπούσαν στην αλλαγή του κόσμου, αλλά στην ευμενέστερη δυνατή διαχείρισή του. Ήταν η εποχή του πρώτου «τέλους της ιστορίας», έστω με τη μορφή του τέλους των ιδεολογιών (κατά το γνωστό τίτλο του Daniel Bell). Οι γνωστικές κατηγορίες του ιδεοτυπικά αμετροεπούς κατασκευάσματος Fukuyama είχαν ήδη θεμελιωθεί στα ερευνητικά προγράμματα του πιο αφοσιωμένου (αλλά κάθε άλλο παρά άδολου) συμπεριφορισμού. Όμως η θεσμική συρρίκνωση της πολιτικής είναι και αφ’ εαυτού της γνωστικά προβληματική. Πρόκειται για τη δεύτερη αδυναμία που για να αντιμετωπιστεί μια ευρύτερη, πιο συμπεριληπτική ματιά. Στο κλασικό του Introduction à la politique του 1964, o Maurice Duverger επεσήμανε πως η πολιτική είναι Ιανική, δισυπόστατη. Υφίσταται βεβαίως ως τέχνη του κυβερνάν, υφίσταται όμως και ως αγώνας.
Στην πρώτη εκδοχή, που θεωρητικά έλκει από την κλασική φιλελεύθερη πολιτική σκέψη και ερευνητικά εκβάλλει στον πλουραλισμό, η πολιτική γίνεται αντιληπτή ως ένα κατά βάση τεχνικό πρόβλημα —ως άδολη διαδικασία επιμερισμού αγαθών (κατά την παραστατική απεικόνιση του David Easton), μέσω της λειτουργίας του Κράτους και άλλων κεντρικών θεσμών διακυβέρνησης. Οι τελευταίοι προκύπτουν από κοινωνικό συμβόλαιο που οι άνθρωποι συνάπτουν όταν, καθώς εντείνονται οι διαμάχες τους, εκχωρούν δικαιοδοσίες και δικαιώματα προκειμένου να εξασφαλίσουν ατομική ασφάλεια και κοινωνική ειρήνη. Αντανακλώντας συγκυριακές ισορροπίες που ανακύπτουν στο κοινωνικό πεδίο από τις αντιπαραθέσεις πλειάδας συμφερόντων (πλουραλισμός), το Κράτος είναι βασικά ουδέτερο στις επιδιώξεις και τις πρακτικές του. Ενίοτε βέβαια σφάλλει και, ως εκ τούτου, αδικεί. Όμως η ενδεχομενικότητα αυτή ούτε προδιαγεγραμμένη είναι, ούτε, πολύ περισσότερο, εμπρόθετη. Με την πάροδο του χρόνου, με μελέτη και συσσώρευση γνώσης, τα προβλήματα —τα όποια προβλήματα— πέπρωται (και επίκειται) να επιλυθούν.
Από αυτήν τη θέαση της πολιτικής, η οποία, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, συμπίπτει με τη θεσμικά εστιασμένη προσέγγιση, συνάγεται και ένα επιπλέον κρίσιμο στοιχείο: Ότι από τις προσδιοριζόμενες «πολιτικές διεργασίες» απουσιάζει οιαδήποτε έννοια κυριαρχίας (πολλώ μάλλον, συστηματικής κυριαρχίας). Αυτό δεν σημαίνει πως όλοι και πάντα είναι «ίσοι», και άμεσα γίνεται αποδεκτό πως κάποιοι πολίτες ή «κοινωνικές ομάδες» ενίοτε εμφανίζονται με ισχύ υπέρτερη των άλλων· όμως καθώς η πραγματικότητα αυτή επαλλάσσεται με το αντίθετό της (κάποιοι επικρατούν σε τομέα Α, κάποιοι άλλοι σε τομέα Β, κοκ), ούτε σωρευτική είναι, ούτε ενέχει στοιχεία κανονικότητας. Έπεται ότι, αφού συστηματική κυριαρχία δεν υφίσταται, ελλείπουν θεωρητικά και οι συστηματικές (οι δομικά αναμενόμενες) συγκρούσεις. Και έπεται επίσης ότι, οσάκις τέτοιες συγκρούσεις εμφανίζονται, είναι στην καλύτερη περίπτωση θεωρητικά αμελητέες και στη χειρότερη (και πλέον συνήθη) παθολογικές. Τι χαρακτηρίζει όμως το άλλο πρόσωπο του πολιτικού Ιανού;
Έλκοντας κατά βάση από τη μαρξική ανάγνωση της ιστορικής εξέλιξης με όλες τις πολλαπλές θεωρητικές της παραλλαγές και μετεξελίξεις, η δεύτερη οπτική επερωτά και αμφισβητεί όλες σχεδόν τις καταστατικές παραδοχές της πρώτης. Η πολιτική δεν είναι εδώ άδολος επιμερισμός αγαθών (ένα τεχνικό πρόβλημα περί του καλύτερου δυνατού τρόπου διακυβέρνησης), αλλά αγώνας: σύγκρουση-απόρροια συστηματικής κυριαρχίας. Στο θεωρητικό αφήγημα της προσέγγισης αυτής δεσπόζει η άποψη ότι από την αυγή της δημιουργίας των ανθρώπινων κοινωνιών στο προσκήνιο εμφανίζονται κυρίαρχες ομάδες —ομάδες που με διάφορες κοινωνικές λειτουργίες και μέσα επιβολής επιτυγχάνουν ιδιοποίηση και ατομική νομή του κοινωνικά παραγόμενου υπερπροϊόντος. Κοινωνικά συμβόλαια, σύμφωνα με την οπτική αυτή, δεν υπήρξαν ποτέ —πότε, άλλωστε, και πώς θα μπορούσαν να είχαν συναφθεί;— ενώ οι κεντρικοί θεσμοί διακυβέρνησης είναι οργανικά επιφορτισμένοι με την οργάνωση της συστημικής κυριαρχίας. Έπεται πως πραγματικό πρόβλημα της πολιτικής, πίσω και πέρα από φαινόμενα που, αν και κατά περίπτωση σημαίνοντα, δεν είναι παρά δευτερογενή και, σε τελική ανάλυση, προσχηματικά είναι η διερεύνηση των όρων συγκρότησης και πρακτικής δυο βασικών, συχνά σύνθετων και πάντως ιστορικά μεταβαλλόμενων, κοινωνικοπολιτικών κατηγοριών: των κυρίαρχων και των κυριαρχούμενων. Οι πρώτοι αποσκοπούν στην παγίωση, τη θεσμική και αξιακή νομιμοποίηση και την αναπαραγωγή της πολύτιμης κυριαρχίας τους· οι δεύτεροι σε μεταβολή, μεταρρύθμιση ή άρση της. Αυτή η αέναη αντιπαράθεση, με ό,τι περικλείει αποτελεί το κύριο, το θεμελιώδες περιεχόμενο της πολιτικής. Συνάγεται πως στην προσέγγιση αυτή η πολιτική των αντιπαραθέσεων, η συγκρουσιακή πολιτική, όχι μόνο παθολογικό συμβάν της πυρηνικής πολιτικής δεν συνιστά, αλλά —το ακριβώς αντίθετο— αποτελεί οργανικό και ερευνητικά αναντικατάστατο στοιχείο της, το πλέον κομβικό πυρηνικό της στοιχείο. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε την πολιτική πρέπει να τη δούμε ως στρατηγικές προσαρμογές: ως επιδιώξεις, Λόγο, και δράσεις αντιμαχόμενων κοινωνικών ομάδων —είναι εδώ που η πολιτική, ως ανθρώπινη ενασχόληση, πράγματι εκρήγνυται.
Η παράθεση του θεωρητικού σκεπτικού των δυο αυτών όψεων της πολιτικής, καθιστά σαφές ότι προϋπόθεση για μια στερεοσκοπική —σε πραγματικό βάθος—θέασή της είναι η θεωρητικά συστηματική συμπερίληψη αμφοτέρων (αυτή υπήρξε και η αρχική επιδίωξη Duverger). Όμως ενώ η πρώτη, η φιλελεύθερη-πλουραλιστική και θεσμικά εστιασμένη θέαση αποκλείει από το ερευνητικό της σύμπαν τη δεύτερη, το αντίστροφο δεν ισχύει. Η συγκρουσιακή οπτική εγγράφει στην ερευνητική της ημερήσια διάταξη τους καταναγκασμούς και τις προσταγές της πολιτικής ως κυβερνάν (έστω και αν αυτή ερμηνεύεται ως εγχείρημα κυριαρχίας), αναδεικνύοντας επιπλέον, και εντάσσοντας οργανικά στις μέριμνές της, την ανάγκη για μια ιστορική κοινωνιολογία των θεσμών ως απόρροιας παρελθουσών συγκρουσιακών εκβάσεων: Ό,τι σήμερα εμφανίζεται νομικά κατοχυρωμένο και «μόνιμο» δεν είναι παρά το αποτέλεσμα συσχετισμών που προέκυψαν σε ιστορικά προγενέστερες συγκρούσεις.

Όμως η συμπερίληψη του θεσμικού σύμπαντος διαδραματίζει έναν επιπλέον, ακόμη πιο οργανικό ρόλο στο πλαίσιο του συγκρουσιακού θεωρητικού αφηγήματος: το γεγονός ότι προϋπόθεση για μια επισταμένη και ενδελεχή επεξήγηση των ιστορικά μεταβαλλόμενων κοινωνικών αντιπαραθέσεων είναι τα εκάστοτε κοινωνικά ισοζύγια που αποτυπώνονται ως θεσμικό περιβάλλον — ως δομές ή συγκυριακές κρυσταλλώσεις «πολιτικών ευκαιριών» κατά την σύγχρονη ορολογία. Οι συλλογικές δράσεις δεν αναλαμβάνονται ποτέ εν κενώ. Πάντοτε επηρεάζονται (θετικά ή αρνητικά) από τη συγχρονική θεσμική συγκυρία —στοιχείο που συνεπάγεται ερευνητικές μέριμνες και εννοιολογικά εργαλεία προσαρμοσμένα στην ανάλυση και ερμηνεία και της κυρίαρχης πολιτικής. Γίνεται φανερό ότι η συγκρουσιακή θέαση όχι μόνο δεν αποκλείει, αλλά  —το ακριβώς αντίθετο— ενσωματώνει οργανικά στο πρόγραμμά της τη θεσμική.